ΟΙ «ΑΤΕΛΕΙΣ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ» ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΝΕΛΗ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ
Στην υπόγεια γκαλερί «Άμπικα Πι-θρι» του Λονδίνου και μέχρι τις 30 Μαϊου, παρουσιάζει ο εβδομηντατετράχρονος, Έλληνας, πατριάρχης της «άρτε πόβερα» Γιάννης Κουνέλης τη νέα του συναρπαστική εγκατάσταση, η οποία δεν φέρει συγκεκριμένο τίτλο.«Συναρπαστική»... όχι γιατί διαθέτει ένα φαντασμαγορικό χαρακτήρα αλλά διότι είναι φτιαγμένη από αντικείμενα που μας περιτριγυρίζουν, και από υλικά προσγειωμένα στην απτή καθημερινότητα, διαταγμένα, όμως, στο χώρο με τρόπο ευρηματικό.
Εισερχόμενος στο χώρο της υπόγειας γκαλερί, η οποία βρίσκεται στα «έγκατα» του Πανεπιστήμιου του «Γουέστ-Μίνιστερ», ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με την επιβλητική, κεντρική εγκατάσταση του Κουνέλη, ενώ μικρότερες σε μέγεθος (όχι σε ποιότητα) παρεμβάσεις διακλαδώνονται σε τρεις άλλες αίθουσες υποστηρίζοντας με την παρουσία τους το βασικό «θέμα». Η κεντρική εγκατάσταση απαρτίζεται από τέσσερις μεγάλες πλατφόρμες, πάνω στις οποίες ο επισκέπτης θα βρει δώδεκα συνολικά σιδερένια κοντέινερ, τα οποία στο εσωτερικό τους είναι γεμάτα ως πάνω με κάρβουνο. Στα τειχία τους είναι τοποθετημένα, κατά σειρά, δεκάδες άδεια, διαφανή μπουκάλια. To όλο σύμπλεγμα σχηματίζει από μακριά το γράμμα ‘Κ’. Τί να σημαίνει αυτό; Κατά μια εκδοχή, αποτελούν ένα προσωπικό φόρο τιμής του Κουνέλη προς τον Κάφκα, στον κύριο ‘Κ’ του Πύργου (1926) ριγμένο σε ένα περιβάλλον, το οποίο δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει. Τα άδεια μπουκάλια όσο και το κάρβουνο παραπέμπουν ίσως στην άποψη ότι κάποια στιγμή θα γίνουμε οι ίδιοι «κάρβουνο», θα μείνουμε άδειοι από ζωή σαν τα κενά αυτά μπουκάλια. Τα γυάλινα δοχεία ομοιάζουν με διαιρεμένες, «ατελείς κλεψύδρες» ενός καφκικού, εφιαλτικού σύμπαντος δίχως πιθανότητα επικοινωνίας, μια και τα στόμιά τους, παρόλο που βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής το ένα με το άλλο, δεν αγγίζονται, ουσιαστικά ποτέ δεν εφάπτονται. Σε ορισμένα από τα μπουκάλια κρέμονται μαύρα παλτά πάνω σε γάντζους ή σάκοι και αλλού μαύρα υφάσματα απλώνονται τεντωμένα και δεμένα με συρματόσχοινο. Η εγκατάσταση, κατά τη γνώμη μου, δεν αναπαριστά κάτι αλλά περισσότερο αποτελεί η ίδια μια ιδιάζουσα «παρουσία» μέσα στο χώρο.
Οι κώδικες, οι συμβάσεις και το ύφος της εγκατάστασης, φαίνεται να αντλούν το εικαστικό τους λεξιλόγιο από μια προγενέστερη εποχή, συνδεδεμένη με άλλα ιδεολογικά ρεύματα και αναζητήσεις αλλά ωστόσο διατηρούν ακόμη με ελκυστικό τρόπο ένα μεγάλο μέρος από τη γοητεία τους ή την αντισυμβατική αισθητική τους. Στα τέλη της δεκαετίας το 60΄, την ίδια εποχή που ο Κουνέλης άρχιζε να συνδέει το όνομά του με την ιταλική «άρτε πόβερα», ο απόκοσμος βιομηχανικός χώρος της γκαλερί του Πανεπιστημίου του «Γουέστ-Μίνιστερ» λειτουργούσε σαν ένα ανθηρό κέντρο πειραμάτων γύρω από τις τεχνικές και τα μέσα παραγωγής τσιμέντου. Σήμερα διαπερασμένος από την πατίνα του χρόνου είναι γεμάτος παγερή σιωπή. Ο εικαστικός, αφού επισκέφθηκε το χώρο και ζύγιασε τις διαστάσεις και την «αύρα» του, στην συνέχεια τον επέλεξε και άρχισε να φτιάχνει το δικό του έργο. Έχοντας γίνει μέχρι στιγμής γνωστός για τη συνομιλία που αναπτύσσουν οι εγκαταστάσεις του με τον περιβάλλοντα χώρο, διατηρεί και εδώ μια προσεγμένη αίσθηση ισορροπίας. Τα έργα του με τις διαστάσεις τους δεν επιβάλλονται σε αυτόν αλλά τον αφήνουν να «αναπνεύσει».
Παραδόξως, όσο «βιομηχανικά» και αν είναι τα υλικά της συγκεκριμένης εγκατάστασης, όσο μακάβριές και αν θεωρηθούν οι θεματικές του αποχρώσεις και συνισταμένες, μας προτείνουν ένα μέτρο ισορροπίας ή μας προσφέρουν ένα λεπτό νήμα αισιοδοξίας ανάμεσα σε εκείνα και σε εμάς. Ίσως αυτό να αποτελεί μια γενικότερη, «εφ΄όλης της ύλης» υπόδειξη από τον Κουνέλη για το δικαίωμα προσωπικής μας ανάμειξης σε ειδικούς χώρους ή για το όριο και τον τρόπο παρέμβασής μας στην ίδια τη ζωή.
Τάσος Α. Γκέκας